εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
ιδοςadj. f.de Pisa, en Élide.Étymologie: Πῖσα.
Πῐςᾱτις f. adj., 1 of Pisa ἐλαίᾳ στεφανωθεὶς Πισάτιδι (O. 4.11)