ποτιδεῖν
From LSJ
διὰ τί αἱ μεγάλαι ὑπερβολαὶ νοσώδεις → why are great excesses disease-producing
English (LSJ)
Dor. for προσιδεῖν.
Greek (Liddell-Scott)
ποτῐδεῖν: Δωρ. ἀντὶ προσιδεῖν, Θεόκρ. 3. 39, κτλ.
Greek Monotonic
ποτῐδεῖν: Δωρ. αντί προσιδεῖν.