ἤμων

Revision as of 23:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A v. ἀμάω (A).

Greek (Liddell-Scott)

ἤμων: ἴδε ἐν λ. ἀμάω.

French (Bailly abrégé)

impf. de ἀμάω.

Greek Monolingual

ἥμων, ο (Α)
στον πληθ. οἱ ἥμονες
ακοντιστές, σφενδονήτες («ἥμονες ἄνδρες ἀνέσταν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. (του ἵημι, πρβλ. ἦκα, αόρ. του ἵημι) + -μων].

Greek Monotonic

ἤμων: παρατ. του ἀμάω.