ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair
inf. ao.2 Moy. de ἀγείρω.
ἀγερέσθαι: Επικ. απαρ. Μέσ. αορ. βʹ του ἀγείρω.