αἰψηροκέλευθος

Revision as of 17:27, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον,

   A swift-speeding, epith. of Boreas, Hes. Th.379, Poet. ap. Apollod.3.4.4.

Greek (Liddell-Scott)

αἰψηροκέλευθος: -ον, ὁ ταχέως, ὁρμητικῶς κινούμενος, ἐπίθ. τοῦ Βορέου, Ἡσ. Θ. 379.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la marche rapide.
Étymologie: αἰψηρός, κέλευθος.

Spanish (DGE)

-ον
de rápido paso, de veloz andadurade Bóreas, Hes.Th.379, de Bóreas, uno de los perros de Acteón Epic.Alex.Adesp.1.9.

Greek Monolingual

αἰψηροκέλευθος, -ον (Α)
αυτός που κινείται βίαια, γρήγορα, ο ορμητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰψηρὸς + κέλευθος.

Greek Monotonic

αἰψηροκέλευθος: -ον, αυτός που κινείται αστραπιαία, ορμητικά, λέγεται για τον Βορέα, δηλ. την προσωποποίηση του βορείου ανέμου, σε Ησίοδ.