αἰψηροκέλευθος
English (LSJ)
ον,
A swift-speeding, epith. of Boreas, Hes. Th.379, Poet. ap. Apollod.3.4.4.
Greek (Liddell-Scott)
αἰψηροκέλευθος: -ον, ὁ ταχέως, ὁρμητικῶς κινούμενος, ἐπίθ. τοῦ Βορέου, Ἡσ. Θ. 379.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la marche rapide.
Étymologie: αἰψηρός, κέλευθος.
Spanish (DGE)
-ον
de rápido paso, de veloz andadurade Bóreas, Hes.Th.379, de Bóreas, uno de los perros de Acteón Epic.Alex.Adesp.1.9.
Greek Monolingual
αἰψηροκέλευθος, -ον (Α)
αυτός που κινείται βίαια, γρήγορα, ο ορμητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰψηρὸς + κέλευθος.
Greek Monotonic
αἰψηροκέλευθος: -ον, αυτός που κινείται αστραπιαία, ορμητικά, λέγεται για τον Βορέα, δηλ. την προσωποποίηση του βορείου ανέμου, σε Ησίοδ.