προσωποποίηση

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115

Greek Monolingual

η / προσωποποίησις, -ήσεως, ΝΜ προσωποποιώ
σχήμα λόγου κατά το οποίο αποδίδονται ζωή, ενέργεια και ανθρώπινες ιδιότητες σε άψυχα όντα, σε στοιχεία της φύσης, σε ζώα και φυτά, σε νεκρούς και σε αφηρημένες έννοιες («είναι η προσωποποίηση της αγνότητας»)
νεοελλ.
πράγμα ή αφηρημένη έννοια που εμφανίζεται στον λόγο ή σε απεικόνιση ως πρόσωπο.