ἀκροβολέω

Revision as of 17:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

   A throw, καλαύροπα AP6.106 (Zon.).    II Astrol., = ἀκτινοβολέω, Man.4.354.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροβολέω: εἶμαι ἀκροβόλος, σφενδονῶ, Ἀνθ. Π. 6, 106.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
c. ἀκροβολίζομαι.

Spanish (DGE)

1 lanzar καλαύροπα AP 6.106 (Zon.).
2 astr. estar en aspecto por la izquierda Ἑρμείου δ' ἀκτῖνες ἐπὴν Κρόνον ἀκροβολῶσιν Man.4.354.

Greek Monotonic

ἀκροβολέω: (ἀκροβόλος), εκσφενδονίζω, πετώ με σφεντόνα, σε Ανθ.