ἀκροβόλος
From LSJ
ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers
English (LSJ)
ὁ, one who throws from afar, skirmisher, IG 5(1).1426.10 (Messene, iv/iii BC), Hsch., Suid.
Spanish (DGE)
-ον
1 que alcanza lo alto, ἀκροβόλος δ' ἐπάλξεων λιθὰς ἔρχεται A.Th.159.
2 subst. tirador, lanzador de flechas o armas arrojadizas IG 5(1).1426.10 (Mesene III a.C.), cf. Hsch., Sud.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui frappe de loin, tirailleur.
Étymologie: ἄκρος, βάλλω.
Greek Monolingual
ἀκροβόλος, -ον (Α)
ο ακροβολιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -βόλος < βάλλω.
ΠΑΡ. ἀκροβολῶ].
Greek Monolingual
ἀκρόβολος, -ον (Α)
αυτός που χτυπήθηκε στην κορυφή από μακριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -βόλος < βάλλω.
ΠΑΡ. ἀκροβολίζομαι, ἀκροβολῶ αρχ. ἀκροβολία (ΙΙ)].
Middle Liddell
βάλλω
act. a slinger, skirmisher.