[Seite 88] dor. für ἠλακάτη.
ἀλακάτα: ἡ Δωρ. ἀντὶ ἠλακάτη.
dor. c. ἠλακάτη.
v. ἠλακάτη.
ἀλακάτα, η (Α)δωρ. τ. αντί του ἠλακάτηστη Μυκην. η λ. μαρτυρείται έμμεσα με το παράγωγο ἀλακάτεια.
ἀλακάτα: ἡ, Δωρ. αντί ἠλακάτη.