ἀλκάεις
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (Slater)
ἀλκᾱεις
1 valiant ἀλκάεντας Δαναοὺς τρέψαις (O. 9.72) ἀλκάεντας Ἡρακλέος ἐκγόνους Αἰγιμιοῦ τε (P. 5.71) ἀλκάεσσά τε Παλλάδος αἰγὶς Δ. 2. 17.