ἀμοθί

From LSJ
Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death

Source

German (Pape)

[Seite 126] Thuc. 5, 77, in einem lakon. Decret, irgendwo, Bekker aus mss. ἀμοθεί. Schneider vermuthete ἀμόθε für ὁμόσε, Buttm. ἀμάδις, zusammen, es mit βουλευσαμένους verbindend.

Greek Monolingual

ἁμόθι επίρρ. (Α) [ἁμὸς ΙΙ]
από κοινού, ομαδικά, μαζί.