δελφινίς

Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

English (LSJ)

ίδος, ἡ, τράπεζα, prob.

   A with dolphins for a base, Luc.Lex.7.

German (Pape)

[Seite 544] ίδος, ἡ, τράπεζα, ein delphischer Tisch von Stein mit drei Füßen, Luc. Lex. 7; nach dem Schol. mit Füßen in Delphinengestalt. S. δέλφιξ.

Greek (Liddell-Scott)

δελφῑνίς: ἡ, τράπεζα δ., πιθαν. ἡ ἔχουσα δελφῖνας ὡς βάσιν, Λουκ. Λεξιφ. 7.

French (Bailly abrégé)

τράπεζα (ἡ) : table à pieds en forme de queue de dauphin.
Étymologie: δελφίς.

Greek Monolingual

δελφινίς, η (Α) δελφίς
φρ. «τράπεζα δελφινίς» — τραπέζι με ανάγλυφα δελφίνια στα πόδια του.