ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
adv.avec distinction, avec éclat.Étymologie: διαπρεπής.
διαπρεπῶς adv. van διαπρεπής.