διασφαλίζομαι

Revision as of 12:24, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_11)

English (LSJ)

   A secure firmly, Plb.5.69.2, Ph.Byz.Mir.4.2, Herod. Med. ap. Orib.8.7.3:—Pass., σιδήρῳ διησφαλισμένα J.AJ15.11.3.

German (Pape)

[Seite 605] 1) = simpl., Pol. 5, 69, 2. – 2) dazwischen befestigen, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

διασφᾰλίζομαι: πρκμ. -ησφάλισμαι, ἀποθ., στερεῶς ἐξασφαλίζω, ὀχυρῶ, Πολύβ. 5. 69. 2, Φίλων Βυζ. π. τ. 7 Θεαμ. 4.

Spanish (DGE)

fortificar τόπους ... ταῖς χειροποιήτοις κατασκευαῖς Plb.5.69.2
asegurar, fortalecer τοῦτον ... τετραπέδοις διεσφαλίσατο λίθοις Ph.Byz.Mir.4.2, τοὺς ὀδόντας Herod.Med. en Orib.8.7.3, en v. pas. τὰ δ' ἐντὸς σιδήρῳ διησφαλισμένα las (piedras) de la parte de dentro aseguradas con grapas de hierro I.AI 15.399
fig. διασφαλιζόμενος ἀξιόχρεως τόκον fijando con seguridad el interés, SEG 38.1462.16 (Enoanda II d.C.), cf. POxy.2104.17 (III d.C.), c. ac. de pers. εἰς τοῦτο μόνον διασφαλιζόμενοι τοὺς τοιούτους IEphesos 43.24 (IV d.C.).