δοξόομαι

From LSJ
Revision as of 20:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215

German (Pape)

[Seite 657] pass., im Rufe stehen, mit folgdm inf., Her. 7, 135. 8, 124. 9, 47.

Spanish (DGE)

1 tener fama de δεδόξωσθε ... ἄνδρες εἶναι ἀγαθοί Hdt.7.135, ἐδοξώθη εἶναι ἀνὴρ ... σοφώτατος Hdt.8.124, cf. 9.48.
2 imaginarse δοξοῦσθαι· κατοπτρίζεσθαι. φαντάζεσθαι Hsch.

Greek Monotonic

δοξόομαι: παρακ. δεδόξωμαι — Παθ., φημίζομαι, θεωρούμαι ότι είμαι τέτοιος, με απαρ., σε Ηρόδ.