δρυοκόπος

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

German (Pape)

[Seite 669] Bäume hauend, eine Vogelart, = vorigem, Arist. part. an. 3, 1.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ pájaro carpintero Arist.PA 662b7.

Greek Monolingual

ο (Α δρυοκόπος)
νεοελλ.
αναρριχητικό πτηνό που συγγενεύει με τον δρυοκολάπτη
αρχ.
υλοτόμος, ξυλοκόπος.