εἰσορμίζομαι
From LSJ
Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast
French (Bailly abrégé)
ao. εἰσωρμίσθην ou εἰσωρμισάμην;
1 entrer au port, aborder;
2 entrer pour se mettre à l’abri.
Étymologie: εἰς, ὁρμίζομαι.