ἐννεακαίδεκα

Revision as of 22:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

indecl.,

   A nineteen, Il.24.496, etc.

German (Pape)

[Seite 846] neunzehn, Hom. u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

ἐννεακαίδεκα: ἄκλιτ., δεκαεννέα, Ἰλ. Ω. 496.

French (Bailly abrégé)

numéral indécl.
dix-neuf.
Étymologie: ἐννέα, καί, δέκα.

English (Autenrieth)

nineteen, Il. 24.496†.

Spanish (DGE)

(ἐννεᾰκαίδεκᾰ)
• Morfología: diuissim ἐννέα καὶ δέκα
numeral indecl. diecinueve hijos de Príamo Il.24.496, cf. LXX 2Re.2.30, ἐμάχοντ' ἐννεακαίδεκ' ἔτη Tyrt.4.4, ὀκτωκαιδεκέτης ἢ ἐννεακαιδεχ' (ἐτῶν) ὁ γαμβρός Theoc.15.129, cf. D.S.2.47, I.Ap.1.79, D.C.55.23.2, Philostr.VA 2.32, D.L.7.176, κύκλα Arat.753, σταδίοι Str.5.3.9, μίλια Str.6.2.11, cf. Poll.1.55.

Greek Monolingual

ἐννεακαίδεκα (AM)
άκλ. δεκαεννέα.

Greek Monotonic

ἐννεακαίδεκα: άκλιτο, δεκαεννιά, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.