ἔρεβος
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους, épq. -ευς (τό) :
1 obscurité, ténèbres en parl. des enfers ; l’Érèbe, les enfers ; qqf en parl. du fond de la mer ἔρεβος ὕφαλον SOPH l’abîme sous-marin;
2 n. pr. Erébos, fils du Chaos.
Étymologie: cf. ἐρέφω.
Greek Monotonic
ἔρεβος: τό, Αττ. γεν. Ἐρέβους, Ιων. Ἐρέβευς, Επικ. Ἐρέβεσφιν· Έρεβος, τόπος απόλυτου σκότους, πάνω από τον Άδη, σε Όμηρ. κ.λπ.· μεταφ., ἔρεβος ὕφαλον, το σκοτάδι της αβύσσου ή της θάλασσας, σε Σοφ.