τό,=ἐπιτοκία, BGU223.7 (ii A.D.), v.l. in Aesop.177b (p.257 Chambry)(pl.).
[Seite 994] τό, der Zins, Aesop. 133.
ἐπιτόκιον: τό, γενεθλιακὸν ποίημα, Εὐμάθ. 4. 6. 2) τόκος, Αἴσ. 133.
ου (τό) :usure (finance).Étymologie: ἐπί, τίκτω.