ον, Dor. for εὐήλιος.
[Seite 1056] dor. für εὐήλιος.
εὐάλιος: -ον, Δωρ. ἀντὶ εὐήλιος, Εὐρ.
dor. c. εὐήλιος.
εὐάλιος, -ον (Α)δωρ. τ., βλ. ευήλιος.
εὐάλιος: -ον, Δωρ. αντί εὐήλιος.