εὐήλιος

From LSJ

Νόμοις ἕπεσθαι τοῖσιν ἐγχώροις καλόν → Res est honesta pro locis leges sequi → Gesetzen seines Land's zu folgen das ist recht

Menander, Monostichoi, 372
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐήλιος Medium diacritics: εὐήλιος Low diacritics: ευήλιος Capitals: ΕΥΗΛΙΟΣ
Transliteration A: euḗlios Transliteration B: euēlios Transliteration C: evilios Beta Code: eu)h/lios

English (LSJ)

Dor. εὐάλιος [ᾱ], εὐήλιον,
A sunny, genial, χώρη Hp.Aff.60, cf. E. Hipp.129 (lyr.), X.Oec.9.4; ἁμέραι Ar.Ra.242 (lyr.); εὐάλιον πῦρ the sun's heat, E.IT1138 (lyr.); εὐήλιος οἰκία Arist.Oec.1345a32; ἐν εὐηλίῳ = in a sunny spot, Id.HA616b14; τὸ μετόπωρον εὐήλιον Philostr.VA4.17. Adv. εὐηλίως = in sunlight, A.Eu.906.
II of persons, fond of the sun, fond of basking, Philostr.VA6.4.

German (Pape)

[Seite 1067] gute Sonne habend, sonnig; πέτρα Eur. Hipp. 129; αἰθέρος πνοαί Phoen. 679; π ῦρ, das Feuer der Sonne selbst, I. T. 1138; ἁμέραι Ar. Ran. 242; οἰκία Xen. Oec. 9, 4; ἐν εὐηλίῳ, an einem sonnigen Orte, in der Sonne, Arist. H. A. 9, 16; – Philostr. nennt ἄνθρωποι εὐήλιοι die sich gern sonnen. – Adv. εὐηλίως, mit dem Sonnenlicht, Aesch. Eum. 866.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 éclairé ou brillant d'un beau soleil;
2 exposé au soleil (lieu, maison, etc.).
Étymologie: εὖ, ἥλιος.

Russian (Dvoretsky)

εὐήλιος: дор. εὐάλιος 2 ярко освещаемый или хорошо нагретый солнцем; солнечный (πέτρα Eur.; ἡμέραι Arph.; οἰκία Xen., Arst.): εὐάλιον πῦρ Eur. огненный диск солнца; ἐν εὐηλίῳ Arst. на солнцепеке.

Greek (Liddell-Scott)

εὐήλιος: Δωρ. εὐάλιος, ον, ἐκτεθειμένος καλῶς εἰς τὸν ἥλιον, προσήλιος, Λατ. apricus, Εὐρ. Ἱππ. 129· «καὶ σύμπασαν δὲ τὴν οἰκίαν ἐπέδειξα αὐτῇ ὅτι πρὸς μεσημβρίαν ἀναπέπταται, ὥστε εὔδηλον εἶναι ὅτι χειμῶνος μὲν εὐήλιός ἐστι, τοῦ δὲ θέρους εὔσκιος» Ξεν. Οἰκ. 9. 4· εὐηλίοις ἐν ἀμέραισιν, ἐν ἡμέραις καθ’ ἃς λάμπει ὁ ἥλιος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 242· εὐάλιον πῦρ, ὁ ἀεὶ κινούμενος ἄνω αἰθὴρ κατὰ τὴν θεωρίαν τοῦ Ἀναξαγόρου, Εὐρ. Ι. Τ. 1138· εὐήλιος οἰκία Ἀριστ. Οἰκ. 1. 6, 9· ἐν εὐηλίῳ, εἰς εὐήλιον μέρος, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 16, 1· εὐήλιον τὸ μετόπωρον, καλὸν ὅπως ἐξέρχηταί τις εἰς τὸν ἥλιον, Φιλόστρ. 155. - Ἐπίρρ. -ίως, μὲ λαμπρόν ἥλιον, Αἰσχύλ. Εὐμ. 906. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ ἀγαπῶν τὸν ἥλιον, ἀγαπῶν νὰ ἐξέρχηται εἰς τὸν ἥλιον καὶ νὰ ἡλιάζηται, Φιλόστρ. 233.

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ εὐήλιος, -ον
Α και εὐάλιος, -ον)
1. ο εκτεθειμένος στον ήλιο, ο προσηλιακός, ο ηλιόλουστος (α. «τὴν οἰκίαν... ὅτι χειμῶνος μὲν εὐήλιός ἐστι, τοῦ δὲ θέρους εὔσκιος», Ξεν.
β. «εὐηλίοις ἐν ἁμέραισιν», Αριστοφ.
γ. «ευήλιο διαμέρισμα»)
αρχ.
1. (για πρόσωπα) αυτός που του αρέσει να λιάζεται, αυτός που αγαπά τον ήλιο
2. φρ. «εὐάλιον πῡρ» — η ηλιακή θερμότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ήλιος].

Greek Monotonic

εὐήλιος: Δωρ. εὐ-άλ-[ᾱ], -ον, φωτεινός, προσήλιος, ηλιόλουστος, ηλιοφώτιστος, σε Ευρ., Αριστοφ.· εὐήλιον πῦρ, η θερμότητα του ηλίου, σε Ευρ.· επίρρ. -ίως, με λαμπρή λιακάδα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

well-sunned, sunny, genial, Lat. apricus, Eur., Ar.; εὐήλιον πῦρ the sun's heat, Eur.:—adv. -ίως, with bright sunshine, Aesch.

Mantoulidis Etymological

(=προσηλιακός). Ἀπό τό εὖ + ἥλιος.

Translations

sunny

Bulgarian: слънчев; Catalan: asolellat; Dutch: zonnig; Esperanto: suna, sunplena; Finnish: aurinkoinen; French: ensoleillé; Galician: solleiro, sollío, solloso; Greek: ηλιόλουστος, λιόλουστος, λιοπερίχυτος; Ancient Greek: ἀστροβλής, ἀστρόβλητος, ἐπαλής, εὐάλιος, εὔειλος, εὐήλιος, ἡλιόβλητος, ἡλιόβολος, πανήλιος, πολυήλιος, πρόσειλος, προσήλιος; Hungarian: napfényes, napos; Italian: soleggiato, soleggiata; Latin: apricus; Latvian: saulains; Macedonian: сончев; Maori: matanui; Plautdietsch: sonnich; Portuguese: ensolarado; Serbo-Croatian: sùnčan; Spanish: soleado; Ukrainian: сонячний