ευήλιος

From LSJ

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ εὐήλιος, -ον
Α και εὐάλιος, -ον)
1. ο εκτεθειμένος στον ήλιο, ο προσηλιακός, ο ηλιόλουστος (α. «τὴν οἰκίαν... ὅτι χειμῶνος μὲν εὐήλιός ἐστι, τοῦ δὲ θέρους εὔσκιος», Ξεν.
β. «εὐηλίοις ἐν ἁμέραισιν», Αριστοφ.
γ. «ευήλιο διαμέρισμα»)
αρχ.
1. (για πρόσωπα) αυτός που του αρέσει να λιάζεται, αυτός που αγαπά τον ήλιο
2. φρ. «εὐάλιον πῡρ» — η ηλιακή θερμότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ήλιος].