εὖτ' ἂν ὑπὸ τοῦ κακοῦ κτεινέωνται → when the disease is proceeding towards a fatal termination
SourceGreek (Liddell-Scott)
ἔσσομαι: Ἐπικ. μέλλ. τοῦ εἰμί.
French (Bailly abrégé)
épq. c. ἔσομαι, fut. de εἰμί.
Greek Monotonic
ἔσσομαι: Επικ. αντί ἔσομαι, μέλ. του εἰμί (sum).