εὔλειμος
English (LSJ)
ον, = sq., E.Ba.1084 codd. (prob. ὕλιμος).
German (Pape)
[Seite 1078] = Folgdm, Eur. Bacch. 1084, νάπη.
Greek (Liddell-Scott)
εὔλειμος: -ον, τῷ ἑπομ., Εὐρ. Βάκχ. 1084.
Greek Monolingual
εὔλειμος, -ον (Α)
ευλείμων («σῑγα δ' εὔλειμος νάπη φύλλ' εἶχε», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -λειμος (< λειμών «λιβάδι»), πρβλ. ευρύ-λειμος].
Greek Monotonic
εὔλειμος: -ον, = το επόμ., σε Ευρ.