θεόπρεπτος

Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

ον,= foreg., v.l. in A.Pers.905 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1197] = θεοπρεπής, Or. Sib.

Greek (Liddell-Scott)

θεόπρεπτος: -ον, =τῷ προηγ., διάφ. γραφ. ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 904∙ ἴδε θεότρεπτος.

Greek Monolingual

θεόπρεπτος, -ον (Α)
ο θεοπρεπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -πρεπτος (< πρέπω), πρβλ. εύ-πρεπτος, πάμ-πρεπτος].