κατασκόπιον
English (LSJ)
τό,
A look-out ship, Gell.10.25 (sed leg. -σκοπικόν).
German (Pape)
[Seite 1379] τό, das Wachtschiff, Cic. Att. 5, 11, l. d., vgl. Gell. N. A. 10, 25.
Greek (Liddell-Scott)
κατασκόπιον: τό, πλοῖον κατασκοπευτικόν, πρόσκοπος, Γέλλ. 10. 25· τοιαῦτα δὲ πλοῖα εἶναι, οἱ προπλεῖν εἰθισμένοι λέμβοι Πολύβ.· νῆες πρόπλοι παρὰ Θουκ. καὶ πρωτόπλοι παρὰ Ξεν., πρβλ. ἐπίκωπος.
Greek Monolingual
κατασκόπιον, τὸ, και κατασκοπίς, ἡ (Α) κατάσκοπος
κατασκοπευτικό πλοίο.