διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands
[Seite 1445] ῗδος, ἡ, dor. = κλείς, Pind.
κλᾱΐς: γεν, κλᾱῖδος, ἡ, Δωρ. ἀντὶ κληΐς, κλείς, λατ. clavis.
κλαΐς, -ίδος και ῖδος, ἁ (Α)(δωρ. τ.) βλ. κλείδα.