λάγινος

Revision as of 20:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

[ᾰ], η, ον,

   A of the hare, γέννα A.Ag.119 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 3] = λάγειος, γέννα, Aesch. Ag. 118 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λάγῐνος: [ᾰ], -η, -ον, τοῦ λαγωοῦ, εἰς λαγωὸν ἀνήκων, γέννα Αἰσχύλ. Ἀγ. 119· πρβλ. λαγῷος.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de lièvre.
Étymologie: λαγώς.

Greek Monolingual

λάγινος, -ίνη, -ον (Α) λαγώς
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαγό.

Greek Monotonic

λάγῐνος: [ᾰ], -η, -ον, αυτός που ανήκει σε λαγό, σε Αισχύλ.