λάγινος
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
English (LSJ)
[ᾰ], η, ον, of the hare, γέννα A.Ag.119 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 3] = λάγειος, γέννα, Aesch. Ag. 118 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de lièvre.
Étymologie: λαγώς.
Russian (Dvoretsky)
λάγῐνος: (ᾰ) заячий (γέννα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
λάγῐνος: [ᾰ], -η, -ον, τοῦ λαγωοῦ, εἰς λαγωὸν ἀνήκων, γέννα Αἰσχύλ. Ἀγ. 119· πρβλ. λαγῷος.
Greek Monolingual
λάγινος, -ίνη, -ον (Α) λαγώς
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαγό.
Greek Monotonic
λάγῐνος: [ᾰ], -η, -ον, αυτός που ανήκει σε λαγό, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
λᾰ́γῐνος, η, ον
of the hare, Aesch.