ὀμβρηρός

Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

English (LSJ)

ά, όν,

   A = ὄμβριος, Hes.Op.451 ;— also ὀμβρ-ήρης, ες, Nic.Th.406. Adv. -ρῶς Ph.1.129.

German (Pape)

[Seite 329] regenreich, regnig, Hes. O. 453; Adverb ὀμβρηρῶς, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμβρηρός: -ά, -όν, = ὄμβριος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 449. Ἐπίρρ. -ρῶς, Φίλων 1. 129.

Greek Monolingual

ὀμβρηρός, -ά, -όν (Α)
(ποιητ. τ.) βρόχινος.
επίρρ...
ὀμβρηρῶς (Α)
1. με τρόπο ραγδαίας βροχής
2. μτφ. με πολλά δάκρυα («πάνυ ὀμβρηρῶς χρώμεθα ταῑς λύπαις», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμβρος «ραγδαία βροχή» + κατάλ. -ηρός (πρβλ. νοσ-ηρός)].