οἰκητής

Revision as of 20:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A dweller, inhabitant, S.OT1450, Pl.Phd.IIIb : Locr. ϝοικητάς, colonist, IG9(1).334.47 ; ἡ πόλις προσδεῖται πλεόνων οἰκητῶν ib.9(2).517.5 (Larissa, iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 300] ὁ, = οἰκητήρ, der Bewohner; Soph. O. R. 1450; Plat. Phaed. 111 b; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκητής: -οῦ, ὁ, = οἰκήτωρ, Σοφ. Ο. Τ. 1450, Πλάτ. Φαίδων 111C, καὶ ἴσως Σιμων. 5. 6.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
habitant.
Étymologie: οἰκέω.

Greek Monolingual

οἰκητής και, λοκρικός τ., Fοικητὰς, ὁ (Α) οικώ
1. κάτοικος, ένοικος
2. (ο λοκρικός τ. Fοικητάς)
ο άποικος.

Greek Monotonic

οἰκητής: -οῦ, ὁ, = οἰκήτωρ, σε Σοφ., Πλάτ.