Πελοποννήσιος
From LSJ
τῇ γαστρὶ μετροῦντες καὶ τοῖς αἰσχίστοις τὴν εὐδαιμονίαν → measuring happiness by appetite and base desires
French (Bailly abrégé)
α, ον :
du Péloponnèse ; ὁ Πελοποννήσιος, l’habitant du Péloponnèse.
Étymologie: Πελοπόννησος.