προδιήγησις

Revision as of 01:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A preliminary exposition or narration, τῆς ἀπολογίας Aeschin.1.117, cf. Arist.Rh.1414b14, Hermog.Inv.2.1, al.: pl., Aps.p.339H.

German (Pape)

[Seite 716] ἡ, vorläufige Erzählung; τῆς ἀπολογίας, Aesch. 1, 117; Rhett., wie Hermog. de inv. 2, 1.

Greek (Liddell-Scott)

προδιήγησις: ἡ, διήγησις ἐκ τῶν προτέρων, Αἰσχίν. 16. 30, Ἀριστ. Ρητ. 3. 13, 5.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
préambule d’une narration.
Étymologie: προδιηγέομαι.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α προδιηγοῡμαι
προοίμιο, πρόλογοςπροδιήγησις τῆς ἀπολογίας», Αισχίν.).

Greek Monotonic

προδιήγησις: ἡ, διήγηση εκ των προτέρων, σε Αισχίν.