προδιηγέομαι
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
relate beforehand, premise, Hdt.4.145, D.59.1, Hermog.Inv.2.4:—Pass., τὰ προδιηγημένα [ἔθνεα] Hp.Aër.13.
German (Pape)
[Seite 716] dep. med., vorher od. vorläufig erzählen; Her. 4, 145; Dem. 59, 1; πόῤῥωθεν, ib. 93.
French (Bailly abrégé)
προδιηγοῦμαι;
exposer auparavant.
Étymologie: πρό, διηγέομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-διηγέομαι vooraf vertellen; pass.: τὰ προδιηγημένα het te voren besprokene Hp.
Russian (Dvoretsky)
προδιηγέομαι: ранее рассказывать Dem.: ἀπηγήσομαι προδιηγησάμενος τάδε Her. (об этом) я расскажу, предпослав своему рассказу вот что.
Greek Monotonic
προδιηγέομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., διηγούμαι εκ των προτέρων, αναφέρω εισαγωγικά, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
προδιηγέομαι: ἀποθ., διηγοῦμαι πρότερον, ἐν προοιμίῳ, Ἡρόδ. 4. 145. Δημ. 1345, 10, κτλ.· πρκμ. ἐπὶ παθ. ἐννοίας, Ἱππ. π. Ἀέρ. 289. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α΄, σ. 260, 263, 256.
Middle Liddell
fut. ήσομαι
Dep. to relate beforehand, premise, Hdt.