πυγμά

From LSJ
Revision as of 14:42, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_2)

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230

English (Slater)

πυγμά
   1 boxing ἄνδρα παρ' Ἀλφειῷ στεφανωσάμενον αἰνέσω πυγμᾶς ἄποινα (O. 7.16) Δόρυκλος δ' ἔφερε πυγμᾶς τέλος (O. 10.67)