σωματοτροφεῖον

Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

τό,

   A a place where slaves are kept, slave-depot, D.S. 34.2.

German (Pape)

[Seite 1060] τό, Ort, wo Sklaven gehalten werden, D. Sic.

Greek (Liddell-Scott)

σωμᾰτοτροφεῖον: τό, τόπος ἔνθα ἐτρέφοντο ἢ ἐτηροῦντο δοῦλοι, Λατ. ergastulum, Διοδ. Ἐκλογ. 525, 78, 598. 75.

Greek Monolingual

τὸ, Α
χώρος όπου έτρωγαν δούλοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -τροφεῖον (< -τρόφος < τρέφω), πρβλ. θηριο-τροφεῖον.