τροφεῖον

From LSJ

θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροφεῖον Medium diacritics: τροφεῖον Low diacritics: τροφείον Capitals: ΤΡΟΦΕΙΟΝ
Transliteration A: tropheîon Transliteration B: tropheion Transliteration C: trofeion Beta Code: trofei=on

English (LSJ)

τό, = οἰκίσκος, ὀρνίθων τ. Suid.

Greek (Liddell-Scott)

τροφεῖον: τό, = οἰκίσκος, ὀρνίθων τρ., ὀρνιθών, «ἐκάλουν δὲ οἱ Ἀττικοὶ τὸ ὑφ’ ἡμῶν λεγόμενον ὀρνίθων τροφεῖον, οἰκίσκον» Σουΐδ. ἐν λ. οἰκίσκῳ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βλ. τροφεία.

German (Pape)

τό,
1 Kostgeld, Lohn für Ernährung und Erziehung, Ammen- od. Erzieherlohn; θανὼν τροφεῖα πληρώσει χθονί Aesch. Spt. 459; τροφεῖα δεσπόταις ἀποδούς Eur. Ion 852; El. 626; τὰ τροφεῖα ἐκτίνειν, Plat. Rep. VII.520b, wie Luc. Dem. enc. 1.
2 βίου τροφεῖα, Lebensunterhalt, Soph. O.C. 341.