χρέομαι
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
[Seite 1371] ion. = χράομαι, Her.
χρέομαι: Ἰων. ἀντὶ χράομαι, Ἡρόδ.· ἴδε ἐν χράω (Γ).
χρέομαι: Ιων. αντί χράομαι.