κάββαλε

Revision as of 11:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Greek (Liddell-Scott)

κάββᾰλε: Ἐπικ. ἀντὶ κατέβαλε: ἀόρ. β΄ τοῦ καταβάλλω.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. ao.2 poét. avec sync. de καταβάλλω.

English (Autenrieth)

see καταβάλλω.

Greek Monotonic

κάββᾰλε: Επικ. αντί κατέβαλε, γʹ ενικ. αορ. βʹ του καταβάλλω.

Russian (Dvoretsky)

κάββᾰλε: эп. 3 л. sing. aor. 2 к καταβάλλω.