κατακάρφομαι

From LSJ
Revision as of 22:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Βέβαιος ἴσθι καὶ βεβαίοις χρῶ φίλοις → Constans ubique sis, amicis maxime → Auf dich und auch auf deine Freunde sei Verlass

Menander, Monostichoi, 61

Greek Monotonic

κατακάρφομαι: Παθ., ξεραίνομαι, πέφτω κάτω ξερός, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κατακάρφομαι: засыхать, увядать: φυλλάδος ἤδη κατακαρφομένης Aesch. когда листва (древа жизни) уже увяла.