καταρρωδέω

Revision as of 06:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

Ion. for κατορρωδέω,

   A fear, dread, τι Hdt.1.34,80, al.; τινας Id.9.8; ὑπέρ τινος Id.7.178: abs., Id.8.75, 103; κ. μὴ . . Id.9.45.

Greek (Liddell-Scott)

καταρρωδέω: Ἰων. ἀντὶ τοῦ κατορρωδέω, φοβοῦμαι, τρομάζω, τι Ἡρόδ. 1. 34, 80, κ. ἀλλ.· τινα 9. 8· ὑπέρ τινος 7. 178· ἀπολ., 8. 75, 103· κ. μὴ… 9. 45.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ion. c. κατορρωδέω.

Greek Monotonic

καταρρωδέω: Ιων. αντί κατορρωδέω, φοβάμαι, τρέμω, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

καταρρωδέω: ион. тж. κατορρωδέω пугаться, ужасаться (τὸν ὄνειρον, τὴν ἵππον Her.); бояться (τοὺς Πέρσας Her.): ὑπὲρ ἑωυτῶν καὶ τῆς Ἑλλάδος καταρρωδηκότες Her. боясь за себя (самих) и за Элладу.