καλλίκομος

From LSJ
Revision as of 22:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλίκομος Medium diacritics: καλλίκομος Low diacritics: καλλίκομος Capitals: ΚΑΛΛΙΚΟΜΟΣ
Transliteration A: kallíkomos Transliteration B: kallikomos Transliteration C: kallikomos Beta Code: kalli/komos

English (LSJ)

ὁ, ἡ,

   A beautifulhaired, of women, Il.9.449, Od.15.58, Pi.P.9.106; Ὧραι Hes.Op.75, cf. Th.915; Ἀφροδίτη Epimenid.19; Μοῖσαι Sapph.60; Χάριτες Ar. Pax798 (lyr.), IG12.821; also of trees, with beautiful foliage, IG2.3412.

German (Pape)

[Seite 1310] schönhaarig, von Frauen, παλλακίς Il. 9, 449, Ἑλένη Od. 15, 58; Ὧραι Hes. O. 75, wie Pind. P. 9, 110 N. 10, 10; χάριτες Maced. 30 (IX, 625). – Von Pflanzen, schön belaubt.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίκομος: -ον, ὁ, ἡ, ἔχων ὡραίαν κόμην, ἐπὶ γυναικῶν, Ἰλ. Ι. 449, Ὀδ. Ο. 58, Πινδ. Π. 9. 184· Ὧραι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 75, πρβλ. Θ. 915· Χάριτες Ἀριστοφ. Εἰρ. 798: - ἐπὶ δένδρων, ἔχων ὡραῖα φύλλα, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 88.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la belle chevelure.
Étymologie: καλός, κόμη.

English (Autenrieth)

(κόμη): with beautiful hair, cf. ἠύκομος.

English (Slater)

καλλῐκομος, -ον
   1 with lovely hair Ἀνταίου μετὰ καλλίκομον μναστῆρες ἀγακλέα κούραν (P. 9.106) καὶ γυναιξὶν καλλικόμοισιν ἀριστεύει πάλαι (N. 10.10)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α καλλίκομος, -ον)
1. αυτός που έχει ωραία κόμη, ωραία μαλλιά («ὅς μοι παλλακίδος περιχώσατο καλλικόμοιο», Ομ. Ιλ.)
2. (για φυτά) αυτός που έχει ωραίο και πυκνό φύλλωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -κομος (< κόμη), πρβλ. αβρό-κομος, χρυσό-κομος].

Greek Monotonic

καλλίκομος: ὁ, ἡ (κόμη), αυτός που έχει όμορφα μαλλιά, λέγεται για τις γυναίκες, σε Όμηρ., Ησίοδ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

καλλίκομος: (ῐ) прекрасноволосый (παλλακίς Hom.: Ὧραι Hes.; κούρα Pind.; Μοῦσαι Simonides ap. Plut.; χάριτες Anth.).