κατάφαρκτος

Revision as of 14:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ον,

   A = κατάφρακτος (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

κατάφαρκτος: -ον, = κατάφρακτος, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
enfermé dans.
Étymologie: = κατάφρακτος de κατά, φράγνυμι.

Greek Monolingual

κατάφαρκτος, -ον (Α)
(αττ. τ.) βλ. κατάφρακτος.

Greek Monotonic

κατάφαρκτος: -ον = κατάφρακτος.

Russian (Dvoretsky)

κατάφαρκτος: заключенный, замурованный (πετρώδει ἐν δεσμῷ Soph.).