κατάφαρκτος

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάφαρκτος Medium diacritics: κατάφαρκτος Low diacritics: κατάφαρκτος Capitals: ΚΑΤΑΦΑΡΚΤΟΣ
Transliteration A: katápharktos Transliteration B: katapharktos Transliteration C: katafarktos Beta Code: kata/farktos

English (LSJ)

κατάφαρκτον, = κατάφρακτος (q.v.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
enfermé dans.
Étymologie: = κατάφρακτος de κατά, φράγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάφαρκτος -ον opgesloten.

Russian (Dvoretsky)

κατάφαρκτος: заключенный, замурованный (πετρώδει ἐν δεσμῷ Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

κατάφαρκτος: -ον, = κατάφρακτος, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

κατάφαρκτος, -ον (Α)
(αττ. τ.) βλ. κατάφρακτος.

Greek Monotonic

κατάφαρκτος: -ον = κατάφρακτος.