κιθαρῳδία

Revision as of 23:07, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ἡ, = foreg., Pl.Lg.700d (pl.), Ion533b.

German (Pape)

[Seite 1437] ἡ, dasselbe, neben κιθάρισις Plat. Ion 533 b, öfter, wie Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

κῐθᾰρῳδία: ἡ, = τῷ προηγ., Πλάτ. Νόμ. 700D, Ἴων 533Β.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de chanter en s’accompagnant de la cithare.
Étymologie: κιθαρῳδός.

Greek Monolingual

ἡ (Α κιθαρῳδία) κιθαρωδώ
κρούση της κιθάρας, κιθάρισμα με συνοδεία ωδής, άσματος.

Greek Monotonic

κῐθᾰρῳδία: ἡ, τραγούδι συνοδεία κιθάρας, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

κῐθᾰρῳδία: ἡ пение под аккомпанемент кифары Plat., Plut.