συνοδεία
From LSJ
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
Greek Monolingual
η, ΝΑ συνοδεύω
νεοελλ.
1. ομάδα ανθρώπων που συνοδεύει κάποιον, που μετακινείται μαζί του τιμητικά ή για την ασφάλεια του ή για να εμποδίσει την απόδραση του (α. «η συνοδεία του Πατριάρχη» β. «η συνοδεία του πρωθυπουργού» γ. «μεταφέρθηκε στο δικαστήριο με ισχυρή συνοδεία αστυνομικών»)
2. μουσ. δευτερεύον τμήμα μιας μουσικής σύνθεσης σχεδιασμένο για να υποστηρίξει ή να αναδείξει το κύριο μέρος της («ρεσιτάλ σοπράνο με συνοδεία πιάνου»)
3. φρ. α) «συνοδεία πλοίων» — νηοπομπή
β) «συνοδεία οχημάτων», εφοδιοπομπή
αρχ.
συνοδοιπορία.