παρακαθέζομαι
From LSJ
Τὸν αὐτὸν αἰνεῖν καὶ ψέγειν ἀνδρὸς κακοῦ → Hominis mali est culpare, quem laudaverit → Den selben lobt und tadelt nur ein schlechter Mann
German (Pape)
[Seite 480] (s. ἕζομαι), sich daneben oder dabei niedersetzen, daneben oder dabei niedersitzen, τινί, Plat. Charmid. 153 e; Ar. Plut. 727; Xen. Mem. 4, 2, 8; Sp., auch παρακαθεσθείς.
Greek (Liddell-Scott)
παρακαθέζομαι: ἀποθ., καθέζομαι πλησίον, Πλουτ. Ἀρτοξ. 26· ὅρα καθέζομαι.
French (Bailly abrégé)
s’asseoir ou se tenir assis à côté de, auprès de, τινι.
Étymologie: παρά, καθέζομαι.
Greek Monolingual
Α
κάθομαι δίπλα σε κάποιον («παρακαθεζόμενος οὖν ἠσπαζόμην τον τε Κριτίαν», Πλάτ.).
Russian (Dvoretsky)
παρακαθέζομαι: садиться или сидеть рядом (τινι Plat., Arph., Xen., Plut.).