ποτιφέρω
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
Α
(δωρ. τ.) προσφέρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + φέρω.
ποτιφέρω: дор. Pind. = προσφέρω.