ποτιφέρω

From LSJ
Revision as of 08:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338

Greek Monolingual

Α
(δωρ. τ.) προσφέρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + φέρω.

Russian (Dvoretsky)

ποτιφέρω: дор. Pind. = προσφέρω.