Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
att. c. προστάσσω.
Α(αττ. τ.) βλ. προστάζω.
προστάττω: Αττ. αντί προστάσσω.
προστάττω: атт. = προστάσσω.