προστάττω

From LSJ
Revision as of 03:06, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

French (Bailly abrégé)

att. c. προστάσσω.

Greek Monolingual

Α
(αττ. τ.) βλ. προστάζω.

Greek Monotonic

προστάττω: Αττ. αντί προστάσσω.

Russian (Dvoretsky)

προστάττω: атт. = προστάσσω.